κηκις

κηκις
    κηκίς
    -ῖδος (ῑ) ἥ
    1) пламя
    

ἐν κηκῖδι φλογός Aesch. — в пламени костра

    2) истечение, сок, струя
    

(πορφύρας ἰσάργυρος κ. Aesch.)

    φόνου κ. Aesch. — кровавый поток;
    μυδῶσα κ. μηρίων Soph. — стекающий жир бедер (сжигаемой жертвы)

    3) собир. чернильный орешек Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κηκις" в других словарях:

  • κηκίς — κηκίς, ῑδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κηκίδα …   Dictionary of Greek

  • κηκίς — κηκί̱ς , κηκίς anything gushing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδα — κηκίς anything gushing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδας — κηκίς anything gushing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδες — κηκίς anything gushing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδι — κηκίς anything gushing fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδος — κηκίς anything gushing fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖσι — κηκίς anything gushing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • καγκύλη — καγκύλη, ἡ (Α) αιολ. τ. αντί κηκίς* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»